-
1 выбор
выбор м 1) η εκλογή· у меня не было \выбора δεν μπορούσα διαφορετικά 2) (товаров и т. п.) η συλλογή в большом \выборе σε μεγάλη συλλογή 3) (отбор) το διάλεγμα на \выбор κατ' εκλογή* * *м1) η εκλογήу меня́ не́ было вы́бора — δεν μπορούσα διαφορετικά
2) (товаров и т. п.) η συλλογήв большо́м вы́боре — σε μεγάλη συλλογή
3) ( отбор) το διάλεγμαна вы́бор — κατ'εκλογή
-
2 seçme
επιλογή, διάλεγμα, διάλεγμα -
3 выборка
выборк||аж1. (действие) ἡ ἐκλογή, τό διάλεγμα:на \выборкау κατ' ἐκλογήν2. (выписка) τό ἀπόσπασμα, ἡ ἀποδελτίωση (βιβλίου), ἡ περικοπή:делать \выборкаи διαλέγω ἀποσπάσματα, ἀντιγράφω κομμάτια. -
4 отбор
отборм ἡ ἐπιλογή, ἡ ἐκλογή, τό διάλεγμα:естественный \отбор ἡ φυσική ἐπιλογή. -
5 переборка
переборкаж1. (овощей и т. п.) ἡ διαλογή, τό διάλεγμα, τό ζεχώρισμα·2. (перегородка) τό διάφραγμα, τό χώρισμα -
6 выборка
[βύμπαρκα] ονσ. θ. διάλεγμα -
7 выборка
[βύμπαρκα] ονσ. θ. διάλεγμα -
8 выбирание
-я ουδ.εκλογή, επιλογή, διάλεγμα. -
9 выбор
-а α.1. εκλογή• διάλεγμα•выбор профессии εκλογή επαγγέλματος•
выбор пал на него η εκλογή έπεσε σ’ αυτόν•
у меня нет другого -а για μένα δεν υπάρχει άλλη εκλογή, άλλος δρόμος.
2. συλλογή, εκλογή κατά προτίμηση•большой выбор товаров μεγάλη συλλογή εμπορευμάτων, παντοειδή εμπορεύματα.
3. πλθ. -ы εκλογές• αρχαιρεσίες•парламентские -ы βουλευτικές εκλογές.
εκφρ.без -а – χωρίς εκλογή•на выбор – κατ’ εκλογή, κατ’ αρέσκεια•по -у – βλ. προηγούμενη έκφραση. -
10 отборка
-и θ.διαλογή, διάλεγμα, ξεδιάλεγμα ξεχώρισμα. -
11 подбор
-а α.1. εκλογή, επιλογή, διάλεγμα• διαλογή•подбор сотрудников επιλογή συνεργατών•
подбор кадров επιλογή στελεχών.
2. συλλογή•интерсньй подбор книг ενδιαφέρουσα συλλογή βιβλίων•
естественный подбор φυσική επιλογή.
|| σώμα (σύνολο προσώπων ανηκόντων σε τάξη, οργάνωση, επάγγελμα). || συνδυασμός•прелс-тный подбор цветов θαυμάσιος συνδυασμός χρωμάτων.
3. παλ. ντακούνι από τεμάχια δέρματος.εκφρ.в подбор – σε μια σειρά (χωρίς παράγραφο)• (как) на подбор όλοι το ίδιο, πανόμοιοι, ίδιων χαρακτηριστικών (σα να τους διάλεξες).
См. также в других словарях:
διάλεγμα — το η επιλογή από ένα σύνολο των καλύτερων στοιχείων: Το διάλεγμα των φρέσκων ψαριών χρειάζεται γνώση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάλεγμα — και διάλεμα, το [διαλέγω] επιλογή, διαλογή, ξεχώρισμα … Dictionary of Greek
διάλεμα — το βλ. διάλεγμα … Dictionary of Greek
διαλογή — Σύστημα, που χρησιμοποιείται για να διαχωριστούν σε κατηγορίες οι τραυματίες, ανάλογα με τη σοβαρότητα των τραυμάτων τους. * * * η (Α διαλογή) [διαλέγω] επιλογή, διάλεγμα, ξεχώρισμα, ξεδιάλεγμα νεοελλ. σκέψη, στόχαση αρχ. 1. απαρίθμηση 2.… … Dictionary of Greek
εκλογή — Τίτλος μηνιαίας έκδοσης μικρού σχήματος, με ποικίλη ύλη. Ιδρύθηκε το 1945 από τη Βρετανική Υπηρεσία Πληροφοριών με έδρα την Αθήνα. Το 1950 ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης η ημερήσια εφημερίδα Καθημερινή. Το 1960 η Ε. έγινε δεκαπενθήμερη, αλλά… … Dictionary of Greek
επιλογή — Φυσική ή τεχνητή διαδικασία, με την οποία κατορθώνεται από γενιά σε γενιά μια βραδεία βελτίωση και προσαρμογή των ζωντανών οργανισμών. Το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται, κατά ένα μεγάλο μέρος, στις εσωτερικές παραγωγικές ικανότητες των οργανισμών, οι… … Dictionary of Greek
ξεδιαλεγούδι — το οτιδήποτε μένει μετά από το διάλεγμα, απόρριμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδιαλέγω + κατάλ. ούδι (πρβλ. αποφαγ ούδι)] … Dictionary of Greek
αδιάλεχτος — αδιάλεχτος, η, ο και αδιάλεγος, η, ο χωρίς διάλεγμα, με τη σειρά: Πουλά τα φρούτα αδιάλεχτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκλογή — η 1. επιλογή, προτίμηση, διάλεγμα, ξεχώρισμα: Εκλογή χρώματος. 2. η πράξη με την οποία διαλέγεται με ψηφοφορία κάποιος ως πιο κατάλληλος για την κατάληψη αξιώματος: Εκλογή βουλευτή. – Εκλογή καθηγητή πανεπιστημίου. 3. στον πληθ., εκλογές η άσκηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιλογή — η 1. εκλογή, διάλεγμα, ξεδιάλεγμα, ξεχώρισμα (των καλών βέβαια). 2. (βιολ.), η διάθεση και προσπάθεια που υπάρχει στα ζωικά και φυτικά όντα να διατηρούν τους πιο πρόσφορους για τη ζωή τους χαρακτήρες και να αποβάλλουν τους πιο απρόσφορους. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεδιάλεγμα — το, ατος επιλογή, διάλεγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)